Page 94 - TEXTE REÇU - NOUVEAU TESTAMENT GREC
P. 94

8:8–24                          ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ                                   87


            æλίγα καÈ εÎλογήσας εÚπεν παραθεØναι καÈ αÎτ€. êφαγον δà καÈ âχορ- 8

            τάσθησαν καÈ ªραν περισσεύµατα κλασµάτων áπτ€ σπυρίδας. ªσαν δà 9
            οÉ ϕαγόντες ±ς τετρακισχίλιοι καÈ ‚πέλυσεν αÎτούς. καÈ εÎθàως âµβ€ς 10
            εÊς τä πλοØον µετ€ τÀν µαθητÀν αÎτοÜ ªλθεν εÊς τ€ µέρη δαλµανουθά.
            καÈ âξ¨λθον οÉ ϕαρισαØοι καÈ ¢ρξαντο συζητεØν αÎτÄ 
ητοÜντες παρ’ αÎ- 11

            τοÜ σηµεØον ‚πä τοÜ οÎρανοÜ πειράζοντες αÎτόν. καÈ ‚ναστενάξας τÄ 12
            πνεύµατι αÎτοÜ λέγει τί ™ γενε€ αÕτη σηµεØον âπιζητεØ ‚µ˜ν λέγω ͵Øν

            εÊ δοθήσεται τ¬ γενε” ταύτù σηµεØον.             καÈ ‚φεÈς αÎτοÌς âµβ€ς πάλιν 13
            εÊς τä πλοØον ‚π¨λθεν εÊς τä πέραν. καÈ âπελάθοντο λαβεØν Šρτους καÈ 14
            εÊ µ˜ éνα Šρτον οÎκ εÚχον µεθ’ áαυτÀν âν τÄ πλοίú.                 καÈ διεστέλλετο 15
            αÎτοØς λέγων åρτε  λέπετε ‚πä τ¨ς 
ύµης τÀν ϕαρισαίων καÈ τ¨ς 
ύ-

            µης ™ρ¼δου. καÈ διελογίζοντο πρäς ‚λλήλους λέγοντες íτι Šρτους οÎκ 16
            êχοµεν.     καÈ γνοÌς å ÊησοÜς λέγει αÎτοØς τί διαλογίζεσθε íτι Šρτους 17
            οÎκ êχετε οÖπω νοεØτε οÎδà συνίετε êτι πεπωρωµένην êχετε τ˜ν καρδίαν

            ͵Àν. æφθαλµοÌς êχοντες οÎ  λέπετε καÈ Âτα êχοντες οÎκ ‚κούετε καÈ 18
            οÎ µνηµονεύετε. íτε τοÌς πέντε Šρτους êκλασα εÊς τοÌς πεντακισχιλί- 19
            ους πόσους κοφίνους πλήρεις κλασµάτων ¢ρατε λέγουσιν αÎτÄ δώδεκα.
            íτε δà τοÌς áπτ€ εÊς τοÌς τετρακισχιλίους πόσων σπυρίδων πληρώµατα 20

            κλασµάτων ¢ρατε οÉ δà εÚπον áπτά. καÈ êλεγεν αÎτοØς πÀς οÎ συνίετε. 21
            καÈ êρχεταί εÊς  ηθσαϊδάν καÈ ϕέρουσιν αÎτÄ τυφλäν καÈ παρακαλοÜ- 22
            σιν αÎτäν Ñνα αÎτοÜ ‰ψηται. καÈ âπιλαβόµενος τ¨ς χειρäς τοÜ τυφλοÜ 23
            âξήγαγεν αÎτäν êξω τ¨ς κώµης καÈ πτύσας εÊς τ€ îµµατα αÎτοÜ âπιθεÈς
            τ€ς χεØρας αÎτÄ âπηρώτα αÎτόν εÒ τι  λέπει.                καÈ ‚ναβλέψας êλεγεν 24

             λέπω τοÌς ‚νθρώπους íτι ±ς δένδρα åρÀ περιπατοÜντας.                       εÚτα πά- 25




             v.8 και  εφαγον δε      ,  και εχορτασθησαν και ηραν περισσευµατα κλασµατων επτα σπυριδας.
            v.9 ησαν δε οι      ,  ,   ϕαγοντες      ,  ,   ως τετρακισχιλιοι και απελυσεν αυτους.  v.10 και ευθυς

                                 ,
            ευθεως      ,  ,   εµβας εις το πλοιον µετα των µαθητων αυτου ηλθεν εις τα µερη δαλµανουθα.  v.12 και
            αναστεναξας τω πνευµατι αυτου λεγει τι η γενεα αυτη 
ητει     σηµειον επιζητει      ,  ,   αµην λεγω υµιν ει
            δοθησεται τη γενεα ταυτη σηµειον.  v.13 και αφεις αυτους εµβας      ,  ,   παλιν εµβας εις      ,  ,   το     ,
            πλοιον      ,  ,   απηλθεν εις το περαν.  v.14 και επελαθοντο οι     µαθηται     λαβειν αρτους και ει µη ενα

            αρτον ουκ ειχον µεθ εαυτων εν τω πλοιω.  v.16 και διελογιζοντο προς αλληλους λεγοντες      ,  ,   οτι
            αρτους ουκ εχουσιν     εχοµεν      ,  ,   .  v.17 και γνους ο      ,  ,   ιησους      ,  ,   λεγει αυτοις τι διαλογιζε-
            σθε οτι αρτους ουκ εχετε ουπω νοειτε ουδε συνιετε ετι      ,  ,   πεπωρωµενην εχετε την καρδιαν υµων.
            v.19 οτε τους πεντε αρτους εκλασα εις τους πεντακισχιλιους ποσους κοφινους πληρεις      ,  ,   κλασµα-
            των πληρεις     ηρατε λεγουσιν αυτω δωδεκα.  v.20 οτε δε      ,  ,   τους επτα εις τους τετρακισχιλιους
            ποσων σπυριδων πληρωµατα κλασµατων ηρατε και     οι      ,  ,   λεγουσιν     δε      ,  ,   [αυτω]     ειπον      ,  ,
            επτα.  v.21 και ελεγεν αυτοις ουπω πως      ,  ,   ου      ,  ,   συνιετε.  v.22 και ερχονται ερχεται      ,  ,
            εις  ηθσαιδα  ηθσαιδαν      ,  ,   και ϕερουσιν αυτω τυφλον και παρακαλουσιν αυτον ινα αυτου αψηται.


            v.23 και επιλαβοµενος της χειρος του τυφλου εξηνεγκεν εξηγαγεν      ,  ,   αυτον εξω της κωµης και πτυ-

            σας εις τα οµµατα αυτου επιθεις τας χειρας αυτω επηρωτα αυτον ει τι  λεπεις  λεπει      ,  ,   .  v.24 και

            αναβλεψας ελεγεν  λεπω τους ανθρωπους οτι      ,  ,   ως δενδρα ορω      ,  ,   περιπατουντας.
   89   90   91   92   93   94   95   96   97   98   99