Page 220 - TEXTE REÇU - NOUVEAU TESTAMENT GREC
P. 220

9:39–10:14                      ΑΓΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ                                  213


            καÈ εÚπεν å ÊησοÜς εÊς κρίµα âγ° εÊς τäν κόσµον τοÜτον ªλθον Ñνα οÉ 39

            µ˜  λέποντες  λέπωσιν καÈ οÉ  λέποντες τυφλοÈ γένωνται. καÈ ¢κου- 40
            σαν âκ τÀν ϕαρισαίων ταÜτα οÉ îντες µετ’ αÎτοÜ καÈ εÚπον αÎτÄ µ˜ καÈ

            ™µεØς τυφλοί âσµεν. εÚπεν αÎτοØς å ÊησοÜς εÊ τυφλοÈ ªτε οÎκ ‹ν εÒχετε 41
            µαρτίαν νÜν δà λέγετε íτι  λέποµεν ™ οÞν µαρτία ͵Àν µένει.

               ‚µ˜ν ‚µ˜ν λέγω ͵Øν å µ˜ εÊσερχόµενος δι€ τ¨ς ϑύρας εÊς τ˜ν αÎ- 10
            λ˜ν τÀν προβάτων ‚λλ€ ‚ναβαίνων ‚λλαχόθεν âκεØνος κλέπτης âστÈν καÈ

            λùστής. å δà εÊσερχόµενος δι€ τ¨ς ϑύρας ποιµήν âστιν τÀν προβάτων. 2
               τούτú å ϑυρωρäς ‚νοίγει καÈ τ€ πρόβατα τ¨ς ϕων¨ς αÎτοÜ ‚κούει 3
            καÈ τ€ Òδια πρόβατα καλεØ κατ’ îνοµα καÈ âξάγει αÎτά.                   καÈ íταν τ€ 4
            Òδια πρόβατα âκβάλù êµπροσθεν αÎτÀν πορεύεται καÈ τ€ πρόβατα αÎτÄ
            ‚κολουθεØ íτι οÒδασιν τ˜ν ϕων˜ν αÎτοÜ.              ‚λλοτρίú δà οÎ µ˜ ‚κολου- 5
            ϑήσωσιν ‚λλ€ ϕεύξονται ‚π’ αÎτοÜ íτι οÎκ οÒδασιν τÀν ‚λλοτρίων τ˜ν

            ϕωνήν.     ταύτην τ˜ν παροιµίαν εÚπεν αÎτοØς å ÊησοÜς âκεØνοι δà οÎκ 6
            êγνωσαν τίνα ªν ƒ âλάλει αÎτοØς.             εÚπεν οÞν πάλιν αÎτοØς å ÊησοÜς 7
            ‚µ˜ν ‚µ˜ν λέγω ͵Øν íτι âγώ εÊµι ™ ϑύρα τÀν προβάτων. πάντες íσοι 8
            πρä âµοÜ ªλθον κλέπται εÊσÈν καÈ λùσταί ‚λλ’ οÎκ ¢κουσαν αÎτÀν τ€

            πρόβατα. âγώ εÊµι ™ ϑύρα δι’ âµοÜ âάν τις εÊσέλθù σωθήσεται καÈ εÊ- 9
            σελεύσεται καÈ âξελεύσεται καÈ νﵘν εÍρήσει. å κλέπτης οÎκ êρχεται 10
            εÊ µ˜ Ñνα κλέψù καÈ ϑύσù καÈ ‚πολέσù âγ° ªλθον Ñνα 
ω˜ν êχωσιν καÈ
            περισσäν êχωσιν.        âγώ εʵι å πο鵘ν å καλός å πο鵘ν å καλäς τ˜ν 11

            ψυχ˜ν αÎτοÜ τίθησιν Íπàρ τÀν προβάτων.                å µισθωτäς δà καÈ οÎκ »ν 12
            ποιµήν οÝ οÎκ εÊσιν τ€ πρόβατα Òδια ϑεωρεØ τäν λύκον âρχόµενον καÈ
            ‚φίησιν τ€ πρόβατα καÈ ϕεύγει καÈ å λύκος ρπάζει αÎτ€ καÈ σκορπίζει

            τ€ πρόβατα. å δà µισθωτός ϕεύγει íτι µισθωτäς âστιν καÈ οÎ µέλει αÎτÄ 13
            περÈ τÀν προβάτων. âγώ εʵι å πο鵘ν å καλός καÈ γινώσκω τ€ ⵀ καÈ 14



             v.40 και      ,  ηκουσαν εκ των ϕαρισαιων ταυτα οι οντες      ,  µετ αυτου οντες  και ειπον αυτω µη
            και ηµεις τυφλοι εσµεν.  v.41 ειπεν αυτοις ο ιησους ει τυφλοι ητε ουκ αν ειχετε αµαρτιαν νυν
                       ,
                                                                ,

            δε λεγετε οτι  λεποµεν η ουν      ,  ,   αµαρτια υµων µενει.  10  v.3 τουτω ο ϑυρωρος ανοιγει και
            τα προβατα της ϕωνης αυτου ακουει και τα ιδια προβατα ϕωνει     καλει      ,  ,   κατ ονοµα και εξαγει
            αυτα.   v.4 και      ,  ,   οταν τα ιδια παντα     προβατα      ,  ,   εκβαλη εµπροσθεν αυτων πορευεται και τα
            προβατα αυτω ακολουθει οτι οιδασιν την ϕωνην αυτου.  v.5 αλλοτριω δε ου µη ακολουθησουσιν
            ακολουθησωσιν      ,  ,   αλλα ϕευξονται απ αυτου οτι ουκ οιδασιν των αλλοτριων την ϕωνην.  v.7 ειπεν
            ουν παλιν αυτοις      ,  ,   ο ιησους αµην αµην λεγω υµιν οτι εγω ειµι η ϑυρα των προβατων.  v.8 παντες
            οσοι προ     ,   εµου     ,   ηλθον [προ εµου] κλεπται εισιν και λησται αλλ ουκ ηκουσαν αυτων τα προβατα.
            v.12 ο µισθωτος δε      ,  ,   και ουκ ων ποιµην ου ουκ εστιν     εισιν      ,  ,   τα προβατα ιδια ϑεωρει τον


            λυκον ερχοµενον και αφιησιν τα προβατα και ϕευγει και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα      ,  ,
            προβατα      ,  ,   .  v.13 ο      ,  ,   δε      ,  ,   µισθωτος      ,  ,   ϕευγει      ,  ,   οτι µισθωτος εστιν και ου µελει
            αυτω περι των προβατων.  v.14 εγω ειµι ο ποιµην ο καλος και γινωσκω τα εµα και γινωσκουσι
            γινωσκοµαι      ,  ,   µε υπο      ,  ,   τα των      ,  ,   εµα εµων      ,  ,   .
   215   216   217   218   219   220   221   222   223   224   225